συκόβιος

συκόβιος
σῡκό-βῐος, ον,
A living on figs: living by slander (cf. συκοφάντης), Sch.Ar.Pl.874, EM733.56.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συκόβιος — living on figs masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκόβιος — ον, Α μτφ. αυτός που ζει με σύκα, δηλαδή με συκοφαντίες, διαβάλλοντας τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + βιος (< βίος), πρβλ. ημερό βιος. Για τη σημ. πρβλ. συκοφάντης] …   Dictionary of Greek

  • συκοβίους — συκόβιος living on figs masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”